A Population-based Cohort Study of Pregnancy Outcomes Among Women With Primary Sclerosing Cholangitis
Clinical Gastroenterology and Hepatology 2014;12:95–100
Jonas F. Ludvigsson, Annika Bergquist, Gunilla Ajne, Sunanda Kane, Anders Ekbom, and Olof Stephansson
Η μέση ηλικία εμφάνισης της πρωτοπαθούς σκληρυντικής χολαγγειίτιδας (primary sclerosing cholagitis , PSC) είναι μεταξύ των 30 και 40 χρόνων, που σημαίνει ότι οι γυναίκες ασθενείς βρίσκονται ακόμη στην αναπαραγωγική τους φάση. Η παροχή συμβουλών σχετικά με τη δυνατότητα τεκνοποίησης αποτελεί σημαντικό ζήτημα, που οι θεράποντες γιατροί καλούνται να αντιμετωπίσουν. Μέχρι σήμερα υπήρχαν διαθέσιμες πληροφορίες από μικρές σειρές ασθενών που κυοφόρησαν. Η παρούσα μελέτη αποτελεί μεγάλη αναδρομική μελέτη στο γενικό πληθυσμό, η οποία πιθανώς να αποτελέσει στο μέλλον εργασία αναφοράς σε αυτό το θέμα.
Η μελέτη διενεργήθηκε στη Σουηδία μεταξύ των ετών 1987 και 2009 χρησιμοποιώντας τα κωδικοποιημένα αρχεία γεννήσεων και παθήσεων. Χρησιμοποιήθηκαν τα επιδημιολογικά δεδομένα αυτών των αρχείων. Πρόωρη γέννηση ορίσθηκε αυτή που έγινε μετά από κύηση διάρκειας κάτω των 36 εβδομάδων.
Εντοπίσθηκαν 229 γεννήσεις από μητέρες με PSC και 2.304.863 άλλες γεννήσεις που χρησιμοποιήθηκαν ως ομάδα ελέγχου. Το μέσο διάστημα μεταξύ της πρώτης διάγνωσης της πάθησης και της γέννησης ήταν 3,8 έτη. Το 1/3 περίπου των γυναικών με PSC έπασχαν επίσης από ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (inflammatory bowel disease, IBD). Μόνο μία περίπτωση ενδομητρίου θανάτου καταγράφηκε στις γυναίκες με PSC. Η PSC σχετίσθηκε με αυξημένο κίνδυνο για πρόωρη γέννηση κατά 3,63 φορές (ποσοστό 16,3%). Επίσης, η PSC σχετίσθηκε και με αυξημένη πιθανότητα διενέργειας καισαρικής τομής, συνηθέστερα προγραμματισμένης. Αυτά τα ευρήματα μάλιστα ήταν ανεξάρτητα από τη σύγχρονη παρουσία IBD. Πάντως η PSC δε σχετίσθηκε με αυξημένο κίνδυνο γενετικών ανωμαλιών, ούτε και με σημαντικές διαφορές ως προς το βάρος των παιδιών, αν και καταγράφηκε αυξημένος κίνδυνος γέννησης παιδιού με βάρος μεγαλύτερο από το αναλογούν στην ηλικία κύησής του.
Η μελέτη είναι σημαντική καθώς οι ερευνητές στηρίχθηκαν σε δεδομένα γενικού πληθυσμού για την εξαγωγή των συμπερασμάτων τους. Βεβαίως, αυτό το μεγάλο πλεονέκτημα της μελέτης αποτελεί ταυτόχρονα και ένα μειονέκτημά της, καθώς δεν λήφθηκαν υπ’ όψη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της PSC (κλινικά, ιστολογικά, βιοχημικά) σε κάθε ασθενή, ούτε και η πιθανή επίδραση της όποιας λαμβανόμενης αγωγής. Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε πλέον, στηριζόμενοι σε αυτά τα δεδομένα, να συμβουλεύσουμε μια νέα γυναίκα με ελεγχόμενη PSC να τεκνοποιήσει γνωρίζοντας ότι υπάρχει αυξημένο ποσοστό πρόωρου τοκετού με καισαρική τομή χωρίς όμως κίνδυνο για τη δική της υγεία ή την αρτιμέλεια του παιδιού της.
Επιμέλεια: Μανόλης Κ. Σινάκος