StevenL. Flamm, EricLawitz, IraJacobson, MarcBourlière, ChristopheHezode, JohnM. Vierling, et al.Boceprevir With Peginterferon Alfa-2a–Ribavirin Is Effective for Previously Treated Chronic Hepatitis C Genotype 1 Infection. Clin Gastroenterol Hepatol 2013;11:81-87
Πρόκειται για μελέτη φάσης 3 με σκοπό τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας του συνδυασμού Peg-Interferon alfa-2a, ribavirin και boceprevir σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C και γονότυπο 1 χωρίς ανταπόκριση σε προηγούμενη θεραπεία. Όπως είναι ήδη γνωστό, η μελέτη RESPOND-2 (NEJM 2011;364:1207-1217) έχει αποδείξει ότι ο συνδυασμός Peg-Interferon alfa-2b, ribavirin και boceprevir είναι πιο αποτελεσματικός σε σχέση με την κλασική θεραπεία σε αυτή την ομάδα ασθενών (SVR 66% vs. 21%, αντίστοιχα). Δεδομένης της ευρείας χρήσης στην κλινική πράξη και των δύο μορφών Peg-Interferon, γεννάται το εύλογο κλινικό ερώτημα κατά πόσο υπάρχει διαφορά στην αποτελεσματικότητα του τριπλού θεραπευτικού σχήματος ανάλογα με την Peg-Interferon που χρησιμοποιείται.
Η μελέτη συμπεριέλαβε 201 ασθενείς με αντιρροπούμενη νόσο από 53 κέντρα της Ευρώπης και της Β. Αμερικής. Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου θεραπευτικού σχήματος οι ασθενείς είχαν εμφανίσει πτώση του ιικού τους φορτίου τουλάχιστον κατά 2 log10 τη 12η εβδομάδα θεραπείας, αλλά στη συνέχεια δεν είχαν αρνητικοποιήσει το HCV RNA ή είχαν υποτροπιάσει μετά το τέλος της αγωγής. Στην παρούσα μελέτη τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1:2 σε θεραπεία 44 εβδομάδων με Peg-Interferon alfa-2a, ribavirin, placebo ή Peg-Interferon alfa-2a, ribavirin, boceprevir στις γνωστές δόσεις μετά από μια «εισαγωγική» (lead-in) περίοδο 4 εβδομάδων θεραπείας με Peg-Interferon alfa-2a, ribavirin.
Η μέση ηλικία των ασθενών της μελέτης ήταν τα 53 έτη και το 70% του συνόλου ήταν άρρενες. Επίσης, 56% των ασθενών είχαν γονότυπο 1a, 77% ήπια-μέτρια ίνωση (F 0-2), 77% «υψηλό» ιικό φορτίο (>800.000 IU/mL) και 72% ήταν υποτροπιάσαντες κατά το προηγούμενο θεραπευτικό σχήμα. Το ποσοστό μακρόχρονης ιολογικής απάντησης (SVR) ήταν υψηλότερο στην τριπλή θεραπεία σε σχέση με την κλασική αγωγή (64% vs. 21%, p< ,0001). Όπως ήταν αναμενόμενο η SVR ήταν υψηλότερη στους ασθενείς που έλαβαν την τριπλή θεραπεία και α) είχαν ήπια ή μέτρια ίνωση (71%) (50% σ’ αυτούς με προχωρημένη ίνωση), β) είχαν υποτροπιάσει κατά την προηγούμενη θεραπεία (70%) (47% στους μη ανταποκριθέντες) ή γ) πέτυχαν αρνητικοποίηση του HCV RNA την 8η εβδομάδα θεραπείας (4η μετά την προσθήκη του boceprevir) (89%) (42% σε όσους δεν πέτυχαν). Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι η ελάττωση του HCV RNA την 4η εβδομάδα θεραπείας κατά τουλάχιστον 1 log10 ήταν ο ισχυρότερος προγνωστικός παράγοντας επίτευξης SVR με odds ratio 7,9.
Όσον αφορά στην ασφάλεια της τριπλής αγωγής, θα πρέπει να τονισθεί ότι η θεραπεία διεκόπη πρόωρα ή οι δόσεις των φαρμάκων ελαττώθηκαν εξαιτίας κάποιας ανεπιθύμητης ενέργειας σε μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών σε σχέση με την κλασική θεραπεία. Επίσης υπήρξαν 2 θάνατοι σε ασθενείς που έλαβαν την τριπλή αγωγή, χωρίς όμως να μπορούν να συνδεθούν με αυτή καθώς συνέβησαν πολύ νωρίς κατά τη διάρκειά της. Όπως ήταν αναμενόμενο αναιμία, ουδετεροπενία και δυσγευσία συνέβησαν συχνότερα στους ασθενείς που έλαβαν την τριπλή θεραπεία σε σχέση με αυτούς που έλαβαν την κλασική αγωγή. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε μικρό ποσοστό ασθενών (24%) χωρίς SVR ανιχνεύθηκαν ανθεκτικά στελέχη του ιού, η εμφάνιση των οποίων συσχετίσθηκε με την ανταπόκριση στην ιντερφερόνη.
Σχόλιο: Η μελέτη είναι σημαντική κατά το ότι αποδεικνύει ότι η χρήση της Peg-Interferon alfa-2a σε συνδυασμό με ribavirin και boceprevir επιτυγχάνει παρόμοιo ποσοστό SVR με τη χρήση Peg-Interferon alfa-2b σε συνδυασμό με ribavirin και boceprevir. Δε διαπιστώθηκαν νέες ανεπιθύμητες ενέργειες με τη χρήση αυτού του συνδυασμού. Κατά συνέπεια, οι κλινικοί γιατροί θα μπορούν να χρησιμοποιούν την τριπλή θεραπεία με boceprevir με οποιαδήποτε μορφή Peg-Interferon.